- κλισιάδα
- η (Α κλισιάς, -άδος)βλ. κλεισιάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλισιάδα — κλισιάδες fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεισιάδα — και κλισιάδα, η (AM κλεισιάς και κλισιάς, άδος) [κλεισία] νεοελλ. 1. το θυρόφυλλο ή το παραθυρόφυλλο 2. είδος φράγματος τών ιχθυοτροφείων 3. ναυτ. α) θυρόπλοιο* β) ορθογώνιο κάλυμμα από σανίδες που κλείνει τη θυρίδα πλοίου, το μονόφυλλο πορτέλο… … Dictionary of Greek